- Παίρνω τοις μετρητοίς
- • Принимать за чистую монетуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008
Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки). 2012.
Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки). 2012.
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
μετρητός — ή, ό (ΑΜ μετρητός, ή, όν) [μετρώ] 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν μετρήσει, ο δεκτικός μέτρησης ή αυτός που μπορεί να εκτιμηθεί ή να υπολογιστεί (α. «η απόσταση από το σημείο Α ώς το σημείο Β είναι μετρητή» β. «ὦ πένθος οὐ μετρητόν, οὺδ οἷόν τ… … Dictionary of Greek
μετρητά — τα 1. περιουσία σε χρήμα: Πληρώνει πάντα με μετρητά. 2. φρ., «Το παίρνω τοις μετρητοίς», είμαι εύπιστος ή παίρνω κάτι στα πολύ σοβαρά· «Αγοράζω τοις μετρητοίς», με άμεση καταβολή του αντίτιμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)